- τρίχορδος
- -η, -ο / τρίχορδος, -ον, ΝΑ1. αυτός που έχει τρεις χορδές2. (τα ουδ. ως ουσ.) το τρίχορδομουσικό όργανο με τρεις χορδές, η πανδούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -χορδος (< χορδή), πρβλ. τετρά-χορδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίχορδος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχορδος — η, ο 1. που έχει τρεις χορδές. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίχορδο, το μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η μπαντούρα, ο ταμπουράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχορδον — τρίχορδος of masc/fem acc sg τρίχορδος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχόρδους — τρίχορδος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχόρδῳ — τρίχορδος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχορδα — τρίχορδος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek